- λιπαρότητα
- η (Α λιπαρότης, -ητος) [λιπαρός]η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.)αρχ.1. λάμψη, λαμπρότητα2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητεςπαχιές ουσίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπαρότητα — λιπαρότης fattiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SAPOR, an a SAPUS — quod ab ὀπός? dixerunt autem Veteres ὁπὸν: seu sapum aut sapam, humorem illum arborum, qui vere ac autumnô abundat: an potius ab ὀπόρ? Sane Sapor, h. e. ἡ γεῦσις, ex succo et humore. Unde Saporem pro succo aliquando posuêre. Tibullus, l. 4. El. 4 … Hofmann J. Lexicon universale
αλιπάρωτος — η, ο [λιπαρώνω] ο χωρίς λιπαρότητα, χωρίς πάχος, ο άλιπος … Dictionary of Greek
λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
οστεέλαιο — και οστέλαιο, το λάδι με μεγάλη λιπαρότητα που λαμβάνεται από τα οστά με εκχύλιση και το οποίο χρησιμοποιείται ως λιπαντικό λεπτών μηχανημάτων λόγω τής ανθεκτικότητάς του στο ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἔλαιον. Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek